ὀλίγ'

ὀλίγ'
ὀλίγα , ὀλίγος
little
neut nom/voc/acc pl
ὀλίγε , ὀλίγος
little
masc voc sg
ὀλίγαι , ὀλίγος
little
fem nom/voc pl
ὀλίγᾱͅ , ὀλίγος
little
fem dat sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ολιγ(ο)- — / (ΑΜ ολιγ[ο] ) βλ. λιγο …   Dictionary of Greek

  • λιγο- — και ολιγ(ο) (AM ολιγ[ο] , Μ και λίγ[ο] ) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. μικρο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. ολίγος*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημασίας τού β συνθετικού. Τα σύνθετα τού τύπου ολιγ(ο) αποτελούν το… …   Dictionary of Greek

  • αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • εργωρία — ἐργωρία, ἡ (Α) δυσκολία, ενόχληση. [ΕΤΥΜΟΛ. < έργον + * ωρία. Αναλογικός σχηματισμός κατά το πρότυπο τού ολιγ ωρία (< ολίγ ωρος, όπου το β’ συνθετικό αποτελεί τ. τού ώρα «φροντίδα» εν συνθέσει)] …   Dictionary of Greek

  • ολίζων — Πόλη της θεσσαλικής Μαγνησίας, που αναφέρεται στον κατάλογο της Ιλιάδας. Ο Στράβων αναφέρει επίσης ότι ο Δημήτριος ο Πολιορκητής την είχε υπαγάγει στη Δημητριάδα, μαζί με υπόλοιπα παραλιακά χωριά του Παγασητικού κόλπου. * * * ὀλίζων και ὀλείζων,… …   Dictionary of Greek

  • ολιγόπυρος — (I) ὀλιγόπυρος, ον (Α) αυτός που έχει λίγους κόκκους σίτου («στάχυς μικρὸς καὶ ὀλιγόπυρος», Θεόφρ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + πυρός «σιτάρι» (πρβλ. πολύ πυρος)]. (II) ὀλιγόπυρος, ον (Μ) αυτός που έχει λίγη φωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • Ulysse — Pour les articles homonymes, voir Ulysse (homonymie). Ulysse lié au mât de son navire pour ne pas céder au chant des sirènes, Musée national archéologique d Athènes (Inv …   Wikipédia en Français

  • ίσχαιμος — η, ο (ΑΜ ἴσχαιμος, ον) αυτός που προκαλεί αναστολή τής κυκλοφορίας τού αίματος («ἴσχαιμος περίδεσις» η πρόχειρη κατάπαυση τής αιμορραγίας από κάποιο τραύμα, Θεόφρ.) αρχ. 1. (για φάρμακα) ο στυπτικός 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἴσχαιμος ρίζα φυτού που… …   Dictionary of Greek

  • εξολιγωρώ — ἐξολιγωρῶ, έω (AM) ολιγωρώ υπερβολικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ολιγωρώ (< ολίγ ωρος < ολίγος + ώρα)] …   Dictionary of Greek

  • ευομίλητος — εὐομίλητος, ον (Α) επιγρ. ευπροσήγορος, φιλόφρων, καταδεκτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ομιλητος (< ομιλώ), πρβλ. γλυκ ομίλητος, ολιγ ομίλητος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”